- επιπεμπτος
- ἐπίπεμπτοςἐπί-πεμπτος21) содержащий единица + одна пятая, т.е. 20% прироста
ἐπίπεμπτον (sc. δάνεισμα) Xen. — ссуда из 20%
2) составляющий одну пятую Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπίπεμπτον (sc. δάνεισμα) Xen. — ссуда из 20%
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπίπεμπτος — bearing interest at the rate of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεμπτος — η, ο (Α ἐπίπεμπτος, ον) [επιπέμπω] μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5) νεοελλ. μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική… … Dictionary of Greek
ἐπίπεμπτον — ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem acc sg ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέμπτου — ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέμπτους — ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπέμπτῳ — ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπεμπτοι — ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐπίπεμπτον — ἐπίπεμπτον , ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem acc sg ἐπίπεμπτον , ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασιεπίπεμπτος — ον, Α αυτός που είναι πέντε φορές και ένα πέμπτο μεγαλύτερος από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + ἐπίπεμπτος «αυτός που περιέχει μια ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της»] … Dictionary of Greek
τετρακισεπίπεμπτος — ὁ, Α (ενν. λόγιος) αναλογία γεμάτη σφάλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις + ἐπίπεμπτος] … Dictionary of Greek
τετραπλασιεπίπεμπτος — ον, Α ο τέσσερεις και 1/5 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπίπεμπτος] … Dictionary of Greek